Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
πιστόν
πιστοποιέω
πιστός
View word page
πιστικελευστής
fidejussor

ShortDef

fidejussor

Debugging

Headword:
πιστικελευστής
Headword (normalized):
πιστικελευστής
Headword (normalized/stripped):
πιστικελευστης
IDX:
70178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70179
Key:

Data

{'content': 'fidejussor'}