Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
Πίστιος
πίστις
πιστοΐασπις
πιστολογευτής
View word page
πιστευτός
trustworthy

ShortDef

trustworthy

Debugging

Headword:
πιστευτός
Headword (normalized):
πιστευτός
Headword (normalized/stripped):
πιστευτος
IDX:
70175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70176
Key:

Data

{'content': 'trustworthy'}