Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
πίστιον
View word page
πιστάκιον
pistachio-nut

ShortDef

pistachio-nut

Debugging

Headword:
πιστάκιον
Headword (normalized):
πιστάκιον
Headword (normalized/stripped):
πιστακιον
IDX:
70171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70172
Key:

Data

{'content': 'pistachio-nut'}