Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
πιστικός2
View word page
πιστάκη
pistachio-tree, Pistacia vera

ShortDef

pistachio-tree, Pistacia vera

Debugging

Headword:
πιστάκη
Headword (normalized):
πιστάκη
Headword (normalized/stripped):
πιστακη
IDX:
70170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70171
Key:

Data

{'content': 'pistachio-tree, Pistacia vera'}