Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
πιστικός
View word page
πισσωτός
pitched

ShortDef

pitched

Debugging

Headword:
πισσωτός
Headword (normalized):
πισσωτός
Headword (normalized/stripped):
πισσωτος
IDX:
70169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70170
Key:

Data

{'content': 'pitched'}