Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
πιστιεπαγγελτής
πιστικελευστής
View word page
πισσωτής
one who pitches
ShortDef
one who pitches
Debugging
Headword:
πισσωτής
Headword (normalized):
πισσωτής
Headword (normalized/stripped):
πισσωτης
IDX:
70168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70169
Key:
Data
{'content': 'one who pitches'}