Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
πιστευτός
πιστεύω
View word page
πίσσωσις
a pitching over
ShortDef
a pitching over
Debugging
Headword:
πίσσωσις
Headword (normalized):
πίσσωσις
Headword (normalized/stripped):
πισσωσις
IDX:
70166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70167
Key:
Data
{'content': 'a pitching over'}