Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσοκοπέω
πισσοκοπία
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
πιστάκιον
πίστευσις
πιστευτέον
πιστευτικός
View word page
πισσόω
pitch over, pitch

ShortDef

pitch over, pitch

Debugging

Headword:
πισσόω
Headword (normalized):
πισσόω
Headword (normalized/stripped):
πισσοω
IDX:
70164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70165
Key:

Data

{'content': 'pitch over, pitch'}