Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσοκάμινος
πισσόκαπνος
πισσοκαυτέω
πισσόκηρος
πισσοκοπέω
πισσοκοπία
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
πισσωτέον
πισσωτής
πισσωτός
πιστάκη
View word page
πισσουργέομαι
to be made into pitch

ShortDef

to be made into pitch

Debugging

Headword:
πισσουργέομαι
Headword (normalized):
πισσουργέομαι
Headword (normalized/stripped):
πισσουργεομαι
IDX:
70160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70161
Key:

Data

{'content': 'to be made into pitch'}