Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πισσίζω
πίσσινος
πισσίτης
πισσοειδής
πισσοκάμινος
πισσόκαπνος
πισσοκαυτέω
πισσόκηρος
πισσοκοπέω
πισσοκοπία
πισσοκώνητος
πισσοκωνία
πισσοτρόφος
πισσουργεῖα
πισσουργέομαι
πισσουργία
πισσουργός
πισσόχριστος
πισσόω
πισσώδης
πίσσωσις
View word page
πισσοκώνητος
daubed with pitch

ShortDef

daubed with pitch

Debugging

Headword:
πισσοκώνητος
Headword (normalized):
πισσοκώνητος
Headword (normalized/stripped):
πισσοκωνητος
IDX:
70156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70157
Key:

Data

{'content': 'daubed with pitch'}