Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πισαῖος
Πισάτας
Πισάτης
πισεύς
Πίσηθεν
Πισίδαι
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσαλιφής
πισσαλοιφέω
πίσσανθος
πισσάριον
πισσάσφαλτος
πισσέλαιον
πισσήεις
πισσήρης
πισσηρός
πισσίζω
πίσσινος
View word page
πισσαλιφής
tarred, pitched
ShortDef
tarred, pitched
Debugging
Headword:
πισσαλιφής
Headword (normalized):
πισσαλιφής
Headword (normalized/stripped):
πισσαλιφης
IDX:
70137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70138
Key:
Data
{'content': 'tarred, pitched'}