Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίρωμις
Πῖσα
Πισαῖος
Πισάτας
Πισάτης
πισεύς
Πίσηθεν
Πισίδαι
πίσινος
πῖσος
πίσος
πίσσα
πισσαλιφής
πισσαλοιφέω
πίσσανθος
πισσάριον
πισσάσφαλτος
πισσέλαιον
πισσήεις
πισσήρης
πισσηρός
View word page
πίσος
the pea

ShortDef

the pea

Debugging

Headword:
πίσος
Headword (normalized):
πίσος
Headword (normalized/stripped):
πισος
IDX:
70135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70136
Key:

Data

{'content': 'the pea'}