Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πιπεροτριβεύς
πιπίσκω
πῖπος
πιππίζω
πιπράσκω
πιπτακάριος
πίπτω
πιπώ
πίρωμις
Πῖσα
Πισαῖος
Πισάτας
Πισάτης
πισεύς
Πίσηθεν
Πισίδαι
πίσινος
View word page
πίπτω
to fall, fall down

ShortDef

to fall, fall down

Debugging

Headword:
πίπτω
Headword (normalized):
πίπτω
Headword (normalized/stripped):
πιπτω
IDX:
70123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70124
Key:

Data

{'content': 'to fall, fall down'}