Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πιπεροτριβεύς
πιπίσκω
πῖπος
πιππίζω
πιπράσκω
πιπτακάριος
πίπτω
πιπώ
πίρωμις
Πῖσα
Πισαῖος
Πισάτας
Πισάτης
πισεύς
View word page
πιππίζω
pipe, cheep
ShortDef
pipe, cheep
Debugging
Headword:
πιππίζω
Headword (normalized):
πιππίζω
Headword (normalized/stripped):
πιππιζω
IDX:
70120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70121
Key:
Data
{'content': 'pipe, cheep'}