Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πιπεροτριβεύς
πιπίσκω
πῖπος
πιππίζω
πιπράσκω
πιπτακάριος
πίπτω
πιπώ
πίρωμις
Πῖσα
Πισαῖος
Πισάτας
Πισάτης
View word page
πῖπος
a young piping bird
ShortDef
a young piping bird
Debugging
Headword:
πῖπος
Headword (normalized):
πῖπος
Headword (normalized/stripped):
πιπος
IDX:
70119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70120
Key:
Data
{'content': 'a young piping bird'}