Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πιπεροτριβεύς
πιπίσκω
πῖπος
πιππίζω
πιπράσκω
πιπτακάριος
πίπτω
πιπώ
View word page
πιπαλίς
lizard
ShortDef
lizard
Debugging
Headword:
πιπαλίς
Headword (normalized):
πιπαλίς
Headword (normalized/stripped):
πιπαλις
IDX:
70114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70115
Key:
Data
{'content': 'lizard'}