Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πιπεροτριβεύς
πιπίσκω
πῖπος
πιππίζω
πιπράσκω
πιπτακάριος
πίπτω
View word page
πιόφυλλος
with oily leaves

ShortDef

with oily leaves

Debugging

Headword:
πιόφυλλος
Headword (normalized):
πιόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
πιοφυλλος
IDX:
70113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70114
Key:

Data

{'content': 'with oily leaves'}