Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
πιπεροτριβεύς
View word page
πινωδία
dirt, filth

ShortDef

dirt, filth

Debugging

Headword:
πινωδία
Headword (normalized):
πινωδία
Headword (normalized/stripped):
πινωδια
IDX:
70107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70108
Key:

Data

{'content': 'dirt, filth'}