Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
πιπεράς
View word page
πινώδης
dirty, foul

ShortDef

dirty, foul

Debugging

Headword:
πινώδης
Headword (normalized):
πινώδης
Headword (normalized/stripped):
πινωδης
IDX:
70106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70107
Key:

Data

{'content': 'dirty, foul'}