Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
πιπεράδιον
View word page
πίνω
to drink
ShortDef
to drink
Debugging
Headword:
πίνω
Headword (normalized):
πίνω
Headword (normalized/stripped):
πινω
IDX:
70105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70106
Key:
Data
{'content': 'to drink'}