Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
πιπαλίς
View word page
πινυτόφρων
of wise

ShortDef

of wise

Debugging

Headword:
πινυτόφρων
Headword (normalized):
πινυτόφρων
Headword (normalized/stripped):
πινυτοφρων
IDX:
70104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70105
Key:

Data

{'content': 'of wise'}