Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῖνον
πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
πῖος
πιότης
πιόφυλλος
View word page
πινυτός
wise, prudent, discreet, understanding

ShortDef

wise, prudent, discreet, understanding

Debugging

Headword:
πινυτός
Headword (normalized):
πινυτός
Headword (normalized/stripped):
πινυτος
IDX:
70103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70104
Key:

Data

{'content': 'wise, prudent, discreet, understanding'}