Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πινίκιος
πίνινος
πίννα
πῖνον
πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
πῖον
View word page
πινύσκω
to make prudent, admonish, correct

ShortDef

to make prudent, admonish, correct

Debugging

Headword:
πινύσκω
Headword (normalized):
πινύσκω
Headword (normalized/stripped):
πινυσκω
IDX:
70100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70101
Key:

Data

{'content': 'to make prudent, admonish, correct'}