Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίνη
πινίκιος
πίνινος
πίννα
πῖνον
πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
πινώτιον
πιοειδής
View word page
πίνϋμι
prudence

ShortDef

prudence

Debugging

Headword:
πίνϋμι
Headword (normalized):
πίνϋμι
Headword (normalized/stripped):
πινυμι
IDX:
70099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70100
Key:

Data

{'content': 'prudence'}