Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πινδόθεν
Πίνδος
πίνη
πινίκιος
πίνινος
πίννα
πῖνον
πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
πινώδης
πινωδία
View word page
πινοτρόφος
nourishing the pinna

ShortDef

nourishing the pinna

Debugging

Headword:
πινοτρόφος
Headword (normalized):
πινοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πινοτροφος
IDX:
70097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70098
Key:

Data

{'content': 'nourishing the pinna'}