Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πινδάρειος
Πίνδαρος
Πινδόθεν
Πίνδος
πίνη
πινίκιος
πίνινος
πίννα
πῖνον
πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
πινύσσω
πινυτή
πινυτός
πινυτόφρων
πίνω
View word page
πίνος
dirt, filth

ShortDef

dirt, filth

Debugging

Headword:
πίνος
Headword (normalized):
πίνος
Headword (normalized/stripped):
πινος
IDX:
70095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70096
Key:

Data

{'content': 'dirt, filth'}