Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πινάριον
πιναρόομαι
πιναρός
πιναρότης
πινάω
Πινδάρειος
Πίνδαρος
Πινδόθεν
Πίνδος
πίνη
πινίκιος
πίνινος
πίννα
πῖνον
πινόομαι
πίνος
πινοτήρης
πινοτρόφος
πινσός
πίνϋμι
πινύσκω
View word page
πινίκιος
of the πινικόν
ShortDef
of the πινικόν
Debugging
Headword:
πινίκιος
Headword (normalized):
πινίκιος
Headword (normalized/stripped):
πινικιος
IDX:
70090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70091
Key:
Data
{'content': 'of the πινικόν'}