Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πινακογραφία
πινακογραφικός
πινακογράφος
πινακοειδής
πινακοθήκη
πινακοποιός
πινακοπώλης
πινάκωσις
πίναξ
πινάριον
πιναρόομαι
πιναρός
πιναρότης
πινάω
Πινδάρειος
Πίνδαρος
Πινδόθεν
Πίνδος
πίνη
πινίκιος
πίνινος
View word page
πιναρόομαι
to be dirty

ShortDef

to be dirty

Debugging

Headword:
πιναρόομαι
Headword (normalized):
πιναρόομαι
Headword (normalized/stripped):
πιναροομαι
IDX:
70081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70082
Key:

Data

{'content': 'to be dirty'}