Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
ἀνείδεος
ἀνειδωλόπληκτος
ἀνειδωλοποιέω
ἀνεικάζομαι
ἀνεικαιότης
ἀνείκαστος
ἀνεικής
ἀνεικόνιστος
ἄνεικος
View word page
ἀνεθιστέον
one must accustom

ShortDef

one must accustom

Debugging

Headword:
ἀνεθιστέον
Headword (normalized):
ἀνεθιστέον
Headword (normalized/stripped):
ανεθιστεον
IDX:
7007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7008
Key:

Data

{'content': 'one must accustom'}