Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πινακίς
πινακίσκος
πινακογραφέω
πινακογραφία
πινακογραφικός
πινακογράφος
πινακοειδής
πινακοθήκη
πινακοποιός
πινακοπώλης
πινάκωσις
πίναξ
πινάριον
πιναρόομαι
πιναρός
πιναρότης
πινάω
Πινδάρειος
Πίνδαρος
Πινδόθεν
Πίνδος
View word page
πινάκωσις
timber-work
ShortDef
timber-work
Debugging
Headword:
πινάκωσις
Headword (normalized):
πινάκωσις
Headword (normalized/stripped):
πινακωσις
IDX:
70078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70079
Key:
Data
{'content': 'timber-work'}