Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
Πίμπλα
πιμπλάνω
Πιμπληΐς
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινακιαῖος
πινακιδᾶς
πινακίδιον
πινακικός
πινάκιον
πινακίς
πινακίσκος
πινακογραφέω
πινακογραφία
View word page
πίμπρημι
to burn, burn up

ShortDef

to burn, burn up

Debugging

Headword:
πίμπρημι
Headword (normalized):
πίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
πιμπρημι
IDX:
70061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70062
Key:

Data

{'content': 'to burn, burn up'}