Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιλώδης
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
Πίμπλα
πιμπλάνω
Πιμπληΐς
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινακιαῖος
πινακιδᾶς
πινακίδιον
πινακικός
πινάκιον
πινακίς
πινακίσκος
πινακογραφέω
View word page
πίμπλημι
to fill full of
ShortDef
to fill full of
Debugging
Headword:
πίμπλημι
Headword (normalized):
πίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
πιμπλημι
IDX:
70060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70061
Key:
Data
{'content': 'to fill full of'}