Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
Πίμπλα
πιμπλάνω
Πιμπληΐς
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
πινακιαῖος
πινακιδᾶς
πινακίδιον
πινακικός
View word page
πιμεντάριος
spicer, apothecary

ShortDef

spicer, apothecary

Debugging

Headword:
πιμεντάριος
Headword (normalized):
πιμεντάριος
Headword (normalized/stripped):
πιμενταριος
IDX:
70056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70057
Key:

Data

{'content': 'spicer, apothecary'}