Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
Πίμπλα
πιμπλάνω
Πιμπληΐς
πίμπλημι
πίμπρημι
πινακηδόν
View word page
πιμελή
soft fat, lard
ShortDef
soft fat, lard
Debugging
Headword:
πιμελή
Headword (normalized):
πιμελή
Headword (normalized/stripped):
πιμελη
IDX:
70052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70053
Key:
Data
{'content': 'soft fat, lard'}