Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
ἀνείδεος
ἀνειδωλόπληκτος
ἀνειδωλοποιέω
ἀνεικάζομαι
ἀνεικαιότης
ἀνείκαστος
View word page
ἀνέζω
set upon
ShortDef
set upon
Debugging
Headword:
ἀνέζω
Headword (normalized):
ἀνέζω
Headword (normalized/stripped):
ανεζω
IDX:
7004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7005
Key:
Data
{'content': 'set upon'}