Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
Πίμπλα
πιμπλάνω
View word page
πιλοφόρος
wearing a cap
ShortDef
wearing a cap
Debugging
Headword:
πιλοφόρος
Headword (normalized):
πιλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πιλοφορος
IDX:
70048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70049
Key:
Data
{'content': 'wearing a cap'}