Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
πιμεντάριος
View word page
πιλοφορέω
wear a felt cap

ShortDef

wear a felt cap

Debugging

Headword:
πιλοφορέω
Headword (normalized):
πιλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
πιλοφορεω
IDX:
70046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70047
Key:

Data

{'content': 'wear a felt cap'}