Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
πιλωτός
πιμελή
πιμελής
πιμελοσαρκοφάγος
πιμελώδης
View word page
πῖλος
wool made into felt; felt cap
ShortDef
wool made into felt; felt cap
Debugging
Headword:
πῖλος
Headword (normalized):
πῖλος
Headword (normalized/stripped):
πιλος
IDX:
70045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70046
Key:
Data
{'content': 'wool made into felt; felt cap'}