Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
πιλωτός
View word page
πιλοειδής
like a cap
ShortDef
like a cap
Debugging
Headword:
πιλοειδής
Headword (normalized):
πιλοειδής
Headword (normalized/stripped):
πιλοειδης
IDX:
70041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70042
Key:
Data
{'content': 'like a cap'}