Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
πιλώδης
View word page
πιλνάω
to bring near
ShortDef
to bring near
Debugging
Headword:
πιλνάω
Headword (normalized):
πιλνάω
Headword (normalized/stripped):
πιλναω
IDX:
70040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70041
Key:
Data
{'content': 'to bring near'}