Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
πιλόω
View word page
πίλναμαι
draw near, near, approach

ShortDef

draw near, near, approach

Debugging

Headword:
πίλναμαι
Headword (normalized):
πίλναμαι
Headword (normalized/stripped):
πιλναμαι
IDX:
70039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70040
Key:

Data

{'content': 'draw near, near, approach'}