Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
πιλοφορικός
πιλοφόρος
View word page
πιλλᾶτος
pilleatus, freedman

ShortDef

pilleatus, freedman

Debugging

Headword:
πιλλᾶτος
Headword (normalized):
πιλλᾶτος
Headword (normalized/stripped):
πιλλατος
IDX:
70038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70039
Key:

Data

{'content': 'pilleatus, freedman'}