Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
πιλοποιικός
πιλοποιός
πῖλος
πιλοφορέω
View word page
πιλίον
small πῖλος, cap made of felt

ShortDef

small πῖλος, cap made of felt

Debugging

Headword:
πιλίον
Headword (normalized):
πιλίον
Headword (normalized/stripped):
πιλιον
IDX:
70036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70037
Key:

Data

{'content': 'small πῖλος, cap made of felt'}