Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
πιλοειδής
πιλοποιία
View word page
πιλητικός
of or for felt-making

ShortDef

of or for felt-making

Debugging

Headword:
πιλητικός
Headword (normalized):
πιλητικός
Headword (normalized/stripped):
πιλητικος
IDX:
70032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70033
Key:

Data

{'content': 'of or for felt-making'}