Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
πιλνάω
View word page
πίλημα
compressed wool
ShortDef
compressed wool
Debugging
Headword:
πίλημα
Headword (normalized):
πίλημα
Headword (normalized/stripped):
πιλημα
IDX:
70030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70031
Key:
Data
{'content': 'compressed wool'}