Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
πιλιπής
πιλλᾶτος
πίλναμαι
View word page
πιλέω
to compress
ShortDef
to compress
Debugging
Headword:
πιλέω
Headword (normalized):
πιλέω
Headword (normalized/stripped):
πιλεω
IDX:
70029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70030
Key:
Data
{'content': 'to compress'}