Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
ἀνεδάφιστος
ἀνέδην
ἀνέδραστος
ἀνεέργω
ἀνέζω
ἀνεθέλητος
ἀνεθίζομαι
ἀνεθιστέον
ἀνέθιστος
ἀνείδεος
ἀνειδωλόπληκτος
ἀνειδωλοποιέω
ἀνεικάζομαι
View word page
ἀνέδραστος
without firm foundation

ShortDef

without firm foundation

Debugging

Headword:
ἀνέδραστος
Headword (normalized):
ἀνέδραστος
Headword (normalized/stripped):
ανεδραστος
IDX:
7002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7003
Key:

Data

{'content': 'without firm foundation'}