Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
πιλίον
View word page
πιλάριον
eye-salve

ShortDef

eye-salve

Debugging

Headword:
πιλάριον
Headword (normalized):
πιλάριον
Headword (normalized/stripped):
πιλαριον
IDX:
70026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70027
Key:

Data

{'content': 'eye-salve'}