Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
πίλινος
View word page
πίλα
pila, mortar
ShortDef
pila, mortar
Debugging
Headword:
πίλα
Headword (normalized):
πίλα
Headword (normalized/stripped):
πιλα
IDX:
70025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70026
Key:
Data
{'content': 'pila, mortar'}