Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πικρόγαμος
πικρόγλωσσος
πικρόκαρπος
πικρολογία
πικρολόγος
πικρόλωτος
πικροποιός
πικρός
πικρότης
πικρόχολος
πικρόω
πίλα
πιλάριον
Πιλᾶτος
πίλεος
πιλέω
πίλημα
πίλησις
πιλητικός
πιλητός
πιλίδιον
View word page
πικρόω
make bitter
ShortDef
make bitter
Debugging
Headword:
πικρόω
Headword (normalized):
πικρόω
Headword (normalized/stripped):
πικροω
IDX:
70024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70025
Key:
Data
{'content': 'make bitter'}